πεντασύριγγος

πεντασύριγγος
πεντα-σύριγγος, v.l. for πεντες- in Poll.8.72.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεντασύριγγος — ον Α βλ. πεντεσύριγγος …   Dictionary of Greek

  • πεντεσύριγγος — και δ. γρφ. πεντασύριγγος, ον, Α 1. αυτός που έχει πέντε σύριγγες, πέντε οπές 2. φρ. α) «πεντεσύριγγον ξύλον» (κατά τον Ησύχ.) ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε πέντε οπές μέσα από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”